- τοιχόκρανον
- τοιχό-κρᾱνον, τό,A top of a wall, coping, Ph.Bel.83.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοιχόκρανον — top of a wall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχόκρανον — τὸ, Α το ανώτατο άκρο, η κορυφή τού τοίχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + κρανον (< *κρᾶνον, πρβλ. κρανίον), πρβλ. κιονό κρανον] … Dictionary of Greek
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek